- έλλογος
- ος , ον1) разумный, благоразумный, рассудительный; 2) логичный, логический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἔλλογος — endowed with reason masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλλογος — η, ο (AM ἔλλογος, ον) (για πράξη κ.λπ.) αυτός που γίνεται με σκέψη, με λογική νεοελλ. συνετός, φρόνιμος αρχ. μσν. λογικός … Dictionary of Greek
έλλογος, -η — ο επίρρ. α 1. που έχει λογικό. 2. λογικός, συνετός, φρόνιμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλλόγως — ἔλλογος endowed with reason adverbial ἔλλογος endowed with reason masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔλλογον — ἔλλογος endowed with reason masc/fem acc sg ἔλλογος endowed with reason neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλόγου — ἔλλογος endowed with reason masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλόγους — ἔλλογος endowed with reason masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλόγων — ἔλλογος endowed with reason masc/fem/neut gen pl ἐλλογάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐλλογάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔλλογα — ἔλλογος endowed with reason neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔλλογοι — ἔλλογος endowed with reason masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek